- τραγοσκελής
- -ές, Α(ως προσωνυμία τού Πανός) αυτός που έχει σκέλη τράγου.[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. ιππο-σκελής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τραγοσκελής — goat shanked masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγοσκελῆ — τραγοσκελής goat shanked neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τραγοσκελής goat shanked masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) τραγοσκελής goat shanked masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγοσκελεῖ — τραγοσκελής goat shanked masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) τραγοσκελής goat shanked masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγοσκελεῖς — τραγοσκελής goat shanked masc/fem acc pl τραγοσκελής goat shanked masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγοσκελέα — τραγοσκελής goat shanked neut nom/voc/acc pl (epic ionic) τραγοσκελής goat shanked masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγοσκελές — τραγοσκελής goat shanked masc/fem voc sg τραγοσκελής goat shanked neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
голѣнитъ — (1*) пр. к. голѣнь: [египтяне] тако(ж) и <ко>зла ч(с)тѩще [в др. сп. чтɤще), Мъндитѹ [в др. сп. мендитѹ] гл҃емѹ своимь ˫азыкомь, ˫ако възлежаще гл҃хѹ плоднѣи силѣ… козелъ голѣнитъ, простъ ѡбразъ имъ˫а. (τινος τράγον καὶ ἱερὸν ὑπῆρχεν, ἐν Ή… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
σκέλος — ους, το, ΝΜΑ 1. καθένα από τα κάτω άκρα τού ανθρώπου ή τα πίσω πόδια τού ζώου, που περιλαμβάνει τον μηρό, την κνήμη και το άκρο πόδι που καταλήγει στα δάχτυλα (α. «κολοβωμένα σκέλη» β. «τοῡ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη», ΚΔ γ. «τὰ σκέλη... καὶ τὰ … Dictionary of Greek